-
1 ψάμμος
A sand, used by Hom. for ψάμαθος only in Od.12.243, later very freq., Hdt.8.71, etc.: pl., grains of sand,αἱ ἀπ' ἀλλήλων ἐσκεδασμέναι ψάμμοι S.E.P.1.130
: prov.,ψάμμος ἀριθμὸν περιπέφευγεν Pi.O.2.98
; οἶδα δ' ἐγὼ ψάμμου τ' ἀριθμόν Orac. ap. Hdt.1.47; ἐκ ψάμμου σχοινίον πλέκειν, of labour in vain, Aristid.2.309J.; of something worthless, LXX Wi.7.9, D. Chr.77/8.30;ψάμμου ἄξιον Oenom.
ap. Eus.PE5.21.2 metallic ore used by alchemists, in pl., Olymp.Alch.p.106B., Zos.Alch. p.239 B.II ἡ ψ. the sandy desert of Libya, the sand, Hdt.3.25, 4.173;πλείστης ψάμμου OGI666.27
(Egypt, i A. D.). (Prob. Ψαφ-μος, cf. ψαφαρός, ψῆφος, Lat. sabulum.)
См. также в других словарях:
ψάμμος — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. ψάμμη και δωρ. τ. ψάμμα και ως αρσ. ψάμμος, ὁ και αιολ. τ. ψόμμος, ὁ, Α η άμμος νεοελλ. 1. ιατρ. η αμμώδης υποστάθμη στα ούρα τών πασχόντων από ψαμμίαση 2. φρ. «ψάμμος τού εγκεφάλου» ανατ. συγκρίματα με διαστάσεις κόκκων άμμου … Dictionary of Greek